Στις 9 Απριλίου 2003 αμερικανοί στρατιώτες ρίχνουν το άγαλμα του Σαντάμ Χουσεΐν στη Βαγδάτη. Αυτή η συμβολική εικόνα που έκανε το γύρω του κόσμου αποτυπώθηκε στο μυαλό εκατομμυρίων ανθρώπων. 15 χρόνια έχουν περάσει από τότε και πολλά ερωτήματα γύρω από τον πόλεμο του Ιράκ παραμένουν αναπάντητα. Όπως για παράδειγμα ο αριθμός των θυμάτων που κόστισε αυτός ο πόλεμος. Οι εκτιμήσεις κυμαίνονται από 150.000 μέχρι και 650.000 νεκρούς.
Αυτό όμως που γνωρίζουμε σίγουρα είναι ότι η αιτιολόγηση αυτής της αιματοχυσίας βασίστηκε σε ψέματα. Ψέματα τα οποία είχαν ξεκινήσει ήδη έξι εβδομάδες πριν από την έναρξη του πολέμου, όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ μιλώντας στα Ηνωμένα Έθνη κατηγόρησε τον Σαντάμ Χουσεΐν ότι είχε υπό την κατοχή του βιολογικά και χημικά όπλα μαζικής καταστροφής και ότι η κυβέρνησή του στήριζε τη διεθνή τρομοκρατία και επεδίωκε την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Επιπλέον είχε πει ότι προκειμένου το Ιράκ να αποφύγει τους εξαιρετικά αυστηρούς ελέγχους όπλων των Ηνωμένων Εθνών είχε δημιουργήσει στόλο κινητών εργαστηρίων χημικών και βιολογικών όπλων σε φορτηγά. Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί του Πάουελ αποδείχθηκαν ψευδείς.
Η υπόθεση «Curveball»
Ο πρώην αμερικανός υπουργός Εξωτερικών στήριξε τη θεωρία του και στις δηλώσεις του λεγόμενου «Curveball». Πρόκειται για τον ιρακινό χημικό Ραφέντ Αημέντ Αλβάν, ο οποίος είχε πάει το 1999 στη Γερμανία ως πρόσφυγας και τροφοδοτούσε τη μυστική υπηρεσία της χώρας με ψευδείς πληροφορίες για δήθεν όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσεΐν. Ως αντάλλαγμα ο Αλβάν ζούσε μια προνομιακή ζωή στη Γερμανία. Είχε αποκτήση γερμανική υπηκοότητα, χρήματα, σπίτι.
Λίγο καιρό αργότερα όμως οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να διασταυρώσουν τα λεγόμενα του Αλβάν και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσαν να ισχύουν. Παρά τις σχετικές προειδοποιήσεις της Γερμανίας προς τις ΗΠΑ, ο Κόλιν Πάουελ συνέχιζε να επικαλείται τον «Curveball», όπως ήταν γνωστός, για να στηρίξει την εκστρατεία του υπέρ του πολέμου στο Ιράκ.
Οι Βρετανοί σύμμαχοι
Οι ΗΠΑ ενημέρωσαν σχετικά γρήγορα και τους Βρετανούς συμμάχους για την «κατάσταση» στο Ιράκ και ο τότε πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ δεν δίστασε να στείλει τα στρατεύματα της χώρας του στον πόλεμο.
Όλα αυτά συνέβησαν παρά τις προειδοποιήσεις ανθρώπων από το περιβάλλον του πρωθυπουργού, όπως του επικεφαλής της μυστικής υπηρεσίας ΜΙ6 Σερ Ρίτσαρντ Ντίαρλαβ: «Η στρατιωτική παρέμβαση θεωρείται αναπόφευκτη. Ο Μπους θέλει να απομακρύνει τον Σαντάμ με μια στρατιωτική κίνηση, συνδέοντας (σ.σ. την κυβέρνησή του) με την τρομοκρατία και τα όπλα μαζικής καταστροφής. Αλλά τα αποτελέσματα των ερευνών της μυστικής υπηρεσίας και τα γεγονότα σκηνοθετούνται για να εξυπηρετήσουν πολιτική».
Τέλος αξίζει να αναφερθεί και ο ιδιαίτερος ρόλος που διαδραμάτισε η Γερμανία σε αυτόν τον αιματηρό πόλεμο. Μπορεί ο τότε καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ να είπε ξεκάθαρα «Όχι στον πόλεμο του Ιράκ» αλλά ο γερμανικός στρατός συμμετείχε με τον τρόπο του στις μάχες, όπως θυμάται ο τότε ταγματάρχης Φλόριαν Πφαφ: «Ο γερμανικός στρατός εφοδίαζε τα AWACS (αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης), περιφρουρούσε τα αμερικανικά στρατόπεδα για να μπορούν οι αμερικανοί στρατιώτες να πολεμήσουν και παρείχε υλικοτεχνική υποστήριξη, από κάλτσες μέχρι βόμβες».
DW, Ματίας φον Χάιν / Αλεξάνδρα Κοσμά